Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

«Πρωτάκια»: όταν η αρχή δεν είναι καλή.



από την Όλγα Μάντη, Εξελικτική - Σχολική ψυχολόγο MSc

Λίγο πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων οι μαθητές θα πάρουν τον έλεγχο του πρώτου τριμήνου. Τα «πρωτάκια» δεν παίρνουν βέβαια έλεγχο, αλλά οι γονείς τους θα ενημερωθούν από τη δασκάλα για την επίδοση τους στα μαθήματα. Οι περισσότεροι γονείς ανησυχούν για το αν το παιδί τους θα τα καταφέρει στο σχολείο και αν θα κάνει μια «καλή αρχή», πιστεύοντας συχνά ότι αυτό  θα καθορίσει την επίδοσή του και στα επόμενα σχολικά χρόνια, ακόμα και την καριέρα του, ολόκληρη τη ζωή του δηλαδή!

Τι γίνεται λοιπόν, στην περίπτωση που η δασκάλα ενημερώσει ότι το παιδί δεν τα καταφέρνει στα μαθήματά του, ότι δεν τα πάει καλά, ότι δεν είναι καλός μαθητής;

Οι γονείς συνήθως απορούν, δεν κατανοούν γιατί το παιδί τους παρόλο που είναι ένα έξυπνο παιδί δεν τα καταφέρνει να είναι καλός μαθητής, μπορεί να θυμώνουν, να απογοητεύονται, να πανικοβάλλονται.

Ωστόσο, η κατάσταση δεν είναι δραματική. Η χαμηλή επίδοση μπορεί να είναι μια προσωρινή δυσκολία που θα ξεπεραστεί μέσα στη χρονιά και δεν προδιαγράφει ένα ζοφερό μέλλον για το παιδί. Σημαντικό είναι αρχικά να κατανοηθούν οι λόγοι που το παιδί δεν τα καταφέρνει στα μαθήματα. Γι’ αυτό οι γονείς, και οι δύο μαζί, αν είναι δυνατόν, θα ήταν καλό να κάνουν μια συνάντηση με το δάσκαλο, όπου θα μπορέσουν να μιλήσουν μαζί του αναλυτικά για τις δυσκολίες του παιδιού, να κάνουν ερωτήσεις και να ακούσουν τις προτάσεις του. Το παιδί θα ήταν καλό να είναι ενήμερο ότι οι γονείς θα συνεργαστούν με το δάσκαλο ώστε να το βοηθήσουν και δεν θα πρέπει να το εκλάβει ως τιμωρία ή απειλή.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους ένα «πρωτάκι» μπορεί να έχει χαμηλή επίδοση στα μαθήματα. Αρχικά, θα πρέπει να σκεφτούμε την περίπτωση να είναι πιο μικρό από τα παιδιά της τάξης του, να έχει ξεκινήσει, δηλαδή, πιο νωρίς το δημοτικό. Σε αυτή την περίπτωση ίσως δεν έχει ωριμάσει ακόμα αρκετά ή δεν είναι ακόμα αυτόνομο και κουράζεται πιο εύκολα από τους συμμαθητές του, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να ακολουθήσει την τάξη του.

Ίσως ο λόγος του δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα καλά, δεν είναι δηλαδή, στο επίπεδο των άλλων παιδιών και αυτό το δυσκολεύει.

Μπορεί να μην έχει καταλήξει ακόμα αν είναι δεξιόχειρας ή αριστερόχειρας και αποσυντονίζεται εύκολα.

Ίσως δεν νιώθει άνετα με το σώμα του, είναι κάπως αδέξιο, ντροπαλό και δεν συμμετέχει στα ομαδικά παιχνίδια. Ή ακόμα, θέλει συνέχεια να κινείται, είναι γεμάτο ενέργεια και δυσκολεύεται να καθίσει ακίνητο και να συγκεντρωθεί.

Τα παραπάνω είναι λόγοι που αφορούν το ίδιο το παιδί. Υπάρχουν ακόμα, και κάποιες περίοδοι ή καταστάσεις στη ζωή ενός παιδιού που μπορεί να το δυσκολεύουν γενικά και αυτό να εκφράζεται και στην επίδοση στα μαθήματα. Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να είναι μια μετακόμιση, η γέννηση ενός αδελφού ή μιας αδελφής, ένας χωρισμός των γονιών, ένας θάνατος ή μια αρρώστια στο σπίτι.

Μερικές φορές οι ίδιοι οι γονείς, χωρίς να το θέλουν, συμβάλλουν στη χαμηλή επίδοση του παιδιού τους. Κάτι που συμβαίνει συχνά είναι οι γονείς να έχουν στο μυαλό τους ένα ιδανικό πρότυπο που επιθυμούν να το δουν να ακολουθεί και ασκούν πίεση στο παιδί. Αυτό μπορεί να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα, με το παιδί να αντιδρά. Επίσης, η υπερβολική εστίαση και οι έπαινοι για τους βαθμούς και την ευφυΐα του δεν είναι βοηθητικά. Το παιδί παίρνει το μήνυμα ότι η αξία του μετριέται με τους βαθμούς του και ότι αυτοί εξαρτώνται από το πόσο έξυπνο είναι και όχι από την προσπάθεια που κάνει.

Επίσης, οι διαφωνίες των γονέων σχετικά με παιδαγωγικά θέματα θα ήταν καλό να λύνονται μεταξύ των γονέων και όχι μπροστά στο παιδί. Αν υπάρχουν διαφωνίες και καβγάδες για το πώς πρέπει να μελετά, ίσως νιώσει μπερδεμένο για το τι πρέπει τελικά να κάνει.

Τέλος, ένας παράγοντας που μπορεί να συμβάλλει στη χαμηλή επίδοση στο σχολείο είναι το φορτωμένο εξωσχολικό πρόγραμμα. Σε κάποιες περιπτώσεις το παιδί κουράζεται τόσο την υπόλοιπη μέρα, που στο σχολείο δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις. Οι εξωσχολικές δραστηριότητες καλό είναι να επιλέγονται με προσοχή από τους γονείς και σύμφωνα με τις αντοχές του παιδιού.



Οι γονείς θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι το παιδί ζει μια ισορροπημένη ζωή, δηλαδή, έχει κατάλληλα για την ηλικία του ωράρια, τρέφεται και κοιμάται επαρκώς, έχει ικανοποιητικές συναισθηματικές επαφές με τους γονείς του, συναναστρέφεται και παίζει με παιδιά της ηλικίας του. Αν κάποιο από τα παραπάνω δεν ισχύει, πιθανώς διαταράσσει τη ζωή και κατ’ επέκταση την επίδοση του παιδιού. Σε αυτή την περίπτωση, μια μικρή αλλαγή στην καθημερινότητα του παιδιού, μπορεί να βελτιώσει εμφανώς την κατάσταση.

Στην περίπτωση που η κατάσταση δεν βελτιώνεται και η επίδοση του παιδιού παραμένει χαμηλή, οι μαθησιακή δυσκολία μπορεί να εκφράζει μια γενικότερη δυσκολία και τότε χρειάζεται η γνώμη και ίσως η βοήθεια ενός ειδικού.

Καλό είναι, ωστόσο, οι γονείς να θυμούνται ότι η σχολική περίοδος περιλαμβάνει επιτυχίες και αποτυχίες. Η μαθησιακή πρόοδος δεν είναι γραμμική, δηλαδή, μια δυσκολία στην αρχή της πρώτης δημοτικού δεν σημαίνει αποτυχία στο σχολείο και στη ζωή γενικά. 

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Τα πρόωρα μωρά και η φροντίδα τους

από την Όλγα Μάντη, Εξελικτική και Σχολική Ψυχολόγο MSc


Ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας ορίζει ως πρόωρο ένα βρέφος που γεννιέται πριν τη συμπλήρωση 37 εβδομάδων κύησης ή πριν από 259 ημέρες από την πρώτη μέρα της τελευταίας έμμηνου ρύσης της μητέρας. Η προωρότητα σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό διαφοροποιείται από το «χαμηλό βάρος γέννησης», το οποίο αφορά βρέφη που έχουν γεννηθεί με βάρος μικρότερο των 2.500 γρ. Το «πολύ χαμηλό βάρος γέννησης» αναφέρεται σε βρέφη που γεννήθηκαν με βάρος μικρότερο των 1.500 γρ., ενώ το «ελάχιστο βάρος γέννησης» σε βρέφη που γεννήθηκαν μικρότερα από 1.000γρ.
Πριν από το 1960 η προωρότητα οριζόταν με το βάρος γέννησης (βρέφη μικρότερα από 2.500γρ.), επειδή το βάρος γέννησης ήταν ο πιο αξιόπιστος δείκτης αξιολόγησης του κινδύνου νοσηρότητας και θνησιμότητας των βρεφών. Το 1967 οι Battaglia and Lubchenco μελετώντας την κατανομή των γεννήσεων με βάση της εβδομάδες κύησης, έθεσαν το όριο των 38 εβδομάδων κύησης προκειμένου να θεωρείται ένα βρέφος τελειόμηνο. Επομένως, τα βρέφη μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως πρόωρα όταν γεννιούνται πριν τις 38 εβδομάδες κύησης και τελειόμηνα όταν γεννιούνται μεταξύ 38-42 εβδομάδες.


Τα πρόωρα νεογνά, αλλά και αυτά με χαμηλό βάρος και με άλλα προβλήματα υγείας, αμέσως μετά τη γέννησή τους πηγαίνουν στη Μονάδα Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών, όπου νοσηλεύονται. Τα νεογνά τοποθετούνται στη θερμοκοιτίδα, που αποτελεί το τεχνητό περιβάλλον, το οποίο παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για την προστασία τους, δηλαδή, μοιάζει με το περιβάλλον της μήτρας. Εκεί τα μωρά θα συνεχίσουν την ανάπτυξή τους μέχρι να ξεπεράσουν τα όποια προβλήματα έχουν. Πρόκειται για έναν χώρο απόλυτα ελεγχόμενο και προστατευμένο, που, ωστόσο, εκθέτει το μωρό σε επώδυνα ερεθίσματα, όπως δυνατό φωτισμό, συνεχείς ιατρικές εξετάσεις, αλλά και τον αποχωρισμό από τους γονείς του για όσο διάστημα κρατάει η νοσηλεία του. Έχουν γίνει πολλές μελέτες σχετικά με την επίδραση που έχει ο αποχωρισμός του μωρού από τη μητέρα του, με αποτέλεσμα να γίνουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στα μαιευτήρια και να επιτρέπουν την επαφή γονέων – νεογνών.
Η πιο μεγάλη αλλαγή στη φροντίδα των πρόωρων νεογνών όμως, προήλθε από την Κολομβία. Εκεί λόγω οικονομικών δυσχερειών, οι οποίες δεν επέτρεπαν να υπάρχει επάρκεια σε θερμοκοιτίδες για όλα τα μωρά, αποφασίστηκε ύστερα από τη γέννησή τους να πηγαίνουν στις μητέρες τους, αντί στις θερμοκοιτίδες και αυτές να τα ακουμπούν πάνω στο σώμα τους και να τα θηλάζουν. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε «φροντίδα καγκουρό» και η εφαρμογή της είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της θνησιμότητας, της νοσηρότητας και της εγκατάλειψης των βρεφών. Διαπιστώθηκε ότι η τροφή, η ζεστασιά και η φροντίδα των γονιών μπορούν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των βρεφών τους. Παράλληλα, οι γονείς, αναλαμβάνοντας τη φροντίδα των παιδιών τους αποκτούν περισσότερη εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους.


Η μέθοδος αυτή έχει υιοθετηθεί από τις ανεπτυγμένες χώρες και σήμερα αποτελεί μια ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδο στην αντιμετώπιση της προωρότητας. Παρόλα αυτά, η χρήση της στην Ελλάδα είναι ακόμα πολύ περιορισμένη.



Πηγή:
Μάντη Ό. & Παπαληγούρα Ζ. (2007). Η προωρότητα και οι επιπτώσεις της, Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Ψυχολογίας, Ζ’ Τόμος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.







Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Εκπαιδευτικοί και οικογένεια: Δομώντας μια σχέση

από την Άννα Ιωαννίδου, MSc Σχολική και Εξελικτική Ψυχολόγο

Ένας γονιός και ένας/μια εκπαιδευτικός συναντώνται για πρώτη φορά. Καθένας κουβαλά τις δικές του σκέψεις, ανησυχίες, προτεραιότητες και ευθύνες. Κατά κάποιον τρόπο, όλα αυτά χρειάζεται να ενωθούν σε μια σχέση που να είναι λειτουργική και για τις δύο πλευρές. Η σχέση που αφορά έναν κοινό στόχο αναφέρεται ως συνεργασία. Γιατί όμως χρειαζόμαστε μια τέτοια σχέση; Είναι όντως σημαντική η συνεργασία οικογένειας και σχολείου;

Η θεωρία μας ορίζει το πώς θα δουλέψουμε και αν και με ποιον τρόπο θα συνεργαστούμε με την οικογένεια. Στο ερώτημα: «Γιατί να συνεργαστώ;» φαίνεται να δίνει απάντηση η ιδέα ότι: «Τα προβλήματα/δυσκολίες συνδέονται με τις αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές που υιοθετούμε ως άτομα, ως μέλη μιας οικογένειας, ως μέλη μιας επαγγελματικής κοινότητας, ως μέλη μιας κοινωνίας μέσα σε ένα συγκεκριμένο χωρο-χρονικό πλαίσιο.» Αυτό ουσιαστικά υπονοεί ότι η δυσκολία προκύπτει ως αποτέλεσμα ενός πλαισίου σχέσεων.
Στο ερώτημα «Γιατί να συνεργαστώ;» οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να έχουν υπόψη ότι η ποιότητα της αλληλεπίδρασης της οικογένειας με το παιδί φαίνεται ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πορεία και την προσαρμογή του παιδιού σε θέματα εκπαίδευσης και ανάπτυξης.
Πριν αποπειραθούμε να συνεργαστούμε είναι βοηθητικό να αναστοχαστούμε αναφορικά με το ρόλο μας, τις προσδοκίες μας από αυτή τη συνεργασία, τις δυσκολίες που πιθανά να συναντήσουμε.
Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να σκεφτούν αναφορικά με τα επαγγελματικά τους καθήκοντα, τις υπευθυνότητες και οι ευθύνες που απορρέουν από το ρόλο τους, το πλαίσιο των καθηκόντων τους, τους στόχους και τους περιορισμούς τους, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουν» παιδί. Άλλωστε, γονείς και εκπαιδευτικοί διαδραματίζουν και υιοθετούν διαφορετικούς ρόλους.
Αν κάναμε μια συγκριτική παρουσίαση αναφορικά με τα νοήματα που περιλαμβάνει ο γονικός ρόλος και ο ρόλος ενός εκπαιδευτικού, θα διαπιστώναμε σημαντικές διαφορές. Ο ρόλος του γονέα περιλαμβάνει πλήρη και ισόβια δέσμευση προς το παιδί, νομική ευθύνη και κηδεμονία του παιδιού έως την ενηλικίωση, έντονη συναισθηματική ανάμειξη και έντονη προσήλωση στη ζωή του συγκεκριμένου παιδιού, άμεση εμπειρία, στενή σχέση και γνώση σε ότι αφορά την οικογένεια και συνολική θεώρηση των πολλαπλών ρόλων του παιδιού.
Από την άλλη πλευρά, ο ρόλος του εκπαιδευτικού, υπονοεί προσωρινή δέσμευση και βραχυπρόθεσμη επαγγελματική ευθύνη, ανάγκη για εξισορρόπηση του ενδιαφέροντος προς το συγκεκριμένο παιδί με μια ευρύτερη ομάδα παιδιών, πιο αποστασιοποιημένη συναισθηματική ανάμειξη, αντιμετώπιση του παιδιού ως κατέχοντος ενός μοναδικού ρόλου, καθώς και πιθανή ακαδημαϊκή εκπαίδευση σε συγκεκριμένους τομείς, ψυχολογικές διεργασίες και χαρακτηριστικά των οικογενειών.
Η οικοδόμηση μιας σχέσης χρειάζεται να συμπεριλαμβάνει την οικειότητα, την εμπιστοσύνη, το σεβασμό, την κατανόηση, αλλά και την αφιέρωση επαρκούς χρόνου. Η ποιότητα της σχέσης μεταξύ των ατόμων διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην επιτυχία των διαπραγματεύσεων, στην ικανότητα κατάληξης σε αποφάσεις και στο αποτέλεσμα της συνεργασίας. Παράμετροι της σχέσης είναι η επικοινωνία και η ενεργητική ακρόαση. Η επικοινωνία αποτελεί απόρροια μιας βασικής στάσης των ανθρώπων που συνίσταται στο να δεχτούμε τον άλλο όπως είναι και η ενεργητική ακρόαση είναι ένας τρόπος να κατανοούμε το συνομιλητή μας και να έχουμε μια ουσιαστική επικοινωνία. Ακρόαση σημαίνει ότι ακούμε κάποιον με προσοχή και με συναισθηματική συμμετοχή, χωρίς να προβαίνουμε σε ερμηνείες, αλλά προτείνουμε και δεν επιβάλλουμε τις ιδέες και τις απόψεις μας, όταν αντέχουμε τη σιωπή και, κυρίως, όταν δίνουμε χρόνο. Η ανοιχτή στάση, η βλεμματική επαφή, η έκφραση προσώπου, ο τόνος φωνής, η προσοχή, η παροχή ελάχιστης ενθάρρυνσης, οι ανοιχτές ερωτήσεις, οι παραφράσεις, η περίληψη, η διατύπωση προτάσεων, η παροχή πληροφοριών και επιλογών και η διευκόλυνση της συμμετοχής περιγράφουν καλύτερα το νόημα του όρου.


Άξονας όλων των ενεργειών είναι αναμφίβολα το παιδί. Σημαντικά ερωτήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε την εξέλιξή του, τι πιθανότητες θεωρούμε ότι έχει για να αλλάξει, τι πιστεύουμε ότι μπορεί να μάθει, τι θα το βοηθήσει περισσότερο και ποια πράγματα είναι εκείνα που αντιλαμβανόμαστε ότι παρεμποδίζουν την ανάπτυξη και την πρόοδό του. Χρειάζεται, λοιπόν, να ορίσουμε τις βασικές προτεραιότητες, αλλά και τις απώτερες φιλοδοξίες μας για το παιδί και να διερευνήσουμε τη συμβολή μας σε όλα αυτά.

Είναι σαφές ότι ένας γονιός θα διατύπωνε διαφορετικές προσδοκίες για το παιδί του σε σχέση με τον εκπαιδευτικό του παιδιού του. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να βρούμε τα σημεία σύνδεσης-σύγκλισης, αλλά και εκείνους τους στόχους στους οποίους υπάρχει απόκλιση.

          Αναρωτηθείτε από κοινού ποια αλλαγή θα ήταν πιο χρήσιμη για το παιδί και γιατί, ποια αλλαγή του παιδιού θα ήταν χρησιμότερη για τον κάθε εμπλεκόμενο και γιατί, ποια είναι η πιο επείγουσα ανάγκη για το παιδί, για την οικογένεια και για το σχολείο. Προσπαθήστε να προβλέψετε παράγοντες που μπορούν να σας δημιουργήσουν προβλήματα.

Τι μπορείτε να κάνετε:
Εκτιμήστε καταρχήν τη συναισθηματική κατάσταση του γονέα
Δείξτε συμπάθεια και ενδιαφέρον
Προσκαλέστε τους γονείς να παρουσιάσουν τις δικές τους ιδέες, προσδοκίες, ερωτήσεις
Το μήνυμα σας πρέπει να είναι καθαρό, ευθύ-άμεσο, απλουστευμένο (μικρές προτάσεις, λέξεις)
Δώστε προτεραιότητα στις πληροφορίες
Αναλύστε
Επαναλάβετε
Ρωτήστε για απορίες/ελέγξτε την κατανόηση του γονέα
Αποφύγετε τεχνική ορολογία (γλώσσα)
Προτείνετε στους γονείς να παρατηρήσουν το παιδί
Αναθέστε τους μια αρμοδιότητα
Ανταλλάξτε πληροφορίες
Υπογραμμίστε ότι δεν υπάρχουν απόλυτες ή μοναδικές λύσεις
Μην υιοθετείτε στάση αυθεντίας

Σημειώστε ότι:
        Δεν είναι πάντα οι γονείς πρόθυμοι να εκφράσουν ανοιχτά τις ανάγκες και τις ανησυχίες τους. Η εμπιστοσύνη σχετίζεται κυρίως με το πώς μας βλέπουν ως επαγγελματίες. Πολλές φορές οι γονείς δεν ξέρουν τι μπορούν να ζητήσουν και πώς να το ζητήσουν.
      Μην αποφεύγετε τη διαδικασία συνεργασίας ακόμα και αν νιώθετε ότι δεν μπορείτε να προσφέρετε πράγματα. Ζητήστε χρόνο για να ενημερωθείτε. Να είστε ειλικρινείς γι’ αυτό που μπορείτε και δεν μπορείτε να επιτύχετε. Μην δημιουργείτε προσδοκίες στις οποίες μπορεί να μην καταφέρετε να ανταποκριθείτε, αλλά επιλέγετε ρεαλιστικούς και βραχυπρόθεσμους στόχους. Σημαντική είναι η οριοθέτηση των καθηκόντων της κάθε πλευράς. Επιπλέον, σημειώστε ότι οι στόχοι που θέτετε ορίζονται συχνά διαφορετικά. Για παράδειγμα, πώς ο καθένας αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τη λέξη «ανεξάρτητος»; Για το λόγο αυτό, προσπαθήστε να είστε σαφείς με τους στόχους σας και να έχουν κοινά αποδεκτό νόημα. Τέλος, θυμηθείτε ότι οι στόχοι είναι ανοιχτοί σε επαναδιαπραγμάτευση.

Θυμηθείτε να:
Ενημερώνετε συχνά τους γονείς για τα σπουδαία πράγματα που λένε και κάνουν τα παιδιά τους.
Μπορείτε να γράψετε αυτά τα σχόλια
Στέλνετε συχνά σημειώματα για να τους λέτε οτιδήποτε εξαιρετικό/διαφορετικό κάνατε με τα παιδιά τους
Πριν καλέσετε τους γονείς σε συνάντηση προκειμένου να συζητήσετε κάποιο ειδικό ζήτημα, που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί, φροντίστε να τους έχετε ενήμερους.
Είναι σημαντικό να μην βάζουμε τους γονείς μπροστά σε μεγάλες (και δυσάρεστες) εκπλήξεις.

Ακόμα:
Προγραμματίστε τακτικές συναντήσεις με τους γονείς
Φροντίστε να τους δοθεί η ευκαιρία να εκφράσουν τη γνώμη τους, τις ανησυχίες τους και να κάνουν ερωτήσεις.
Εμφυσήστε την αίσθηση του συμμάχου.
Δεν έχει σημασία που οι γνώσεις των γονιών είναι συνήθως χωρίς δομή ή μοιάζουν συγκεχυμένες. Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι είναι διαθέσιμες.

Δώστε προσοχή στις συνθήκες συνάντησης:
Φροντίστε να συναντιέστε με τους γονείς σε ξεχωριστό χρόνο, όταν δεν έχετε να κάνετε κάτι άλλο
Ορίστε τη διάρκεια της συνάντησης
Ξεκαθαρίστε τους στόχους της συνάντησης
Ορίστε τον τρόπο που θα προχωρήσει η συζήτηση
Υιοθετήστε έναν τρόπο να κάθεστε με τους γονείς που δεν σας διαφοροποιεί και δεν σας φέρνει αντιμέτωπους. Για παράδειγμα, καθίστε δίπλα τους, χωρίς να παρεμβάλλεται μεταξύ σας κάποιο φυσικό εμπόδιο.
       Επίσης, φροντίστε να δώσετε κάποιο χρόνο ώστε να παρουσιάσετε στους γονείς τα προσόντα σας, τις δεξιότητες, τη φιλοσοφία και τους στόχους σας. Μην ξεχνάτε να ενημερώνετε για τις προσδοκίες, αλλά και τις απαιτήσεις σας. Η αυτοπαρουσίαση σας δίνει τη δυνατότητα να αποσαφηνίσετε το ρόλο σας, τα αποθέματα και τις δυνατότητές σας και βοηθά τους γονείς να ορίσουν τις προσδοκίες τους μέσα σε ένα πιο ρεαλιστικό πλαίσιο.

Ο ρόλος της διαφωνίας
Γονείς και εκπαιδευτικοί έχουν ανάγκη τη συνεισφορά του ενός προς τον άλλο. Ωστόσο και οι δύο πλευρές έρχονται αντιμέτωπες με τις ατομικές και συχνά διαφορετικές θεωρήσεις (ή απόψεις σε σχέση με την ερμηνεία των συνθηκών), επειδή κατέχουν κοινωνικούς ρόλους που έχουν διαφορετικές λειτουργίες, ευθύνες, θέσεις εξουσίας και πιθανόν συμφέροντα και λειτουργούν μέσα σε διαφορετικές κοινωνικο-οργανωτικές δομές.
             Η απροθυμία των επαγγελματιών να συνεργαστούν/ακούσουν μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν θέλουν να επιτρέψουν στους γονείς να εισχωρήσουν σε περιοχές της δικής τους ειδικότητας ή επειδή πιστεύουν ότι έχουν λίγα να προσφέρουν.
Ωστόσο, η διαφωνία αποτελεί ιδιαίτερα σπουδαίο παράγοντα στη σχέση, καθώς αναδεικνύει την ανάγκη αλλαγής. Συνέπειες της διαφωνίας μπορεί να είναι ο ανταγωνισμός, ο εξαναγκασμός, ο συμβιβασμός, η υπεκφυγή, η απόσυρση, αλλά και η συνεργασία.

Τρόποι να αντιμετωπίσετε τη διαφωνία:
Αύξηση οικειότητας
Χρήση ανώτερων στόχων
Αναδιαμόρφωση
Υποχώρηση
Συμβιβασμός
Καμία αλλαγή

Η στρατηγική της υποχώρησης, όταν δηλαδή αποδεχόμαστε την άποψη των γονιών, τουλάχιστον για μια χρονική περίοδο, έχει πλεονεκτήματα, όπως ότι τους αναγνωρίζουμε ως πρόσωπα και τους παραχωρούμε τον έλεγχο, ενώ ενισχύεται η αίσθηση του σεβασμού. Αν αποφασίσετε να δεχτείτε την ιδέα της οικογένειας, εξηγείστε ότι θα πειραματιστείτε και διατυπώστε τις αμφιβολίες σας για τα αποτελέσματα. Συναντηθείτε για επανεκτίμηση.

Συχνά, ερχόμαστε αντιμέτωποι με γονείς που βιώνουν αρνητικά συναισθήματα. Να είστε προετοιμασμένοι να ακούσετε το θυμό και την απογοήτευση του γονέα. Σκεφτείτε ότι η διευκόλυνση της έκφρασης παραπόνων τους επιτρέπει να ανακουφιστούν από τα συναισθήματά τους, αλλά και να τα γνωστοποιήσουν. Αυτό συνήθως τους βοηθά να αισθάνονται λιγότερο απελπισμένοι και έτσι επιβεβαιώνεται ότι τα αισθήματά τους είναι λογικές αντιδράσεις σε μια δυσάρεστη κατάσταση. Τις περισσότερες φορές, ο θυμός και τα αρνητικά συναισθήματα δεν αφορούν εσάς προσωπικά. Τα έντονα συναισθήματα του γονιού μπορεί να απορρέουν από το γεγονός ότι συνήθως παρέχεται ελάχιστη ή καθόλου αναγνώριση στο κύρος και χρησιμότητα των γνώσεων και εμπειριών του. Θυμηθείτε ότι: Οι απεριόριστες ώρες που παρέχονται δωρεάν από το γονέα βρίσκονται σε αντίθεση με το ρόλο ενός αμειβόμενου επαγγελματία.

Βασική προϋπόθεση ως προς το πόσο θα συνεργαστούμε με ένα γονέα εξαρτάται από το πόσο επιθυμούμε αυτήν τη συνεργασία. Σημαντικό είναι να λαμβάνουμε υπόψη τη δική μας επιθυμία και να μην πιέζουμε τον εαυτό μας σε ένα συγκεκριμένο είδος σχέσης με το γονιό.

Κάθε σχέση είναι μοναδική. Κάθε οικογένεια και γονιός έχει τη δική του ιδιοσυγκρασία, όπως και κάθε επαγγελματίας έχει μοναδικά χαρακτηριστικά και τρόπους που δουλεύει και σχετίζεται με τους άλλους. Σημασία έχει να μην χαθεί η ατομικότητα και η δημιουργικότητα των σχέσεων σε ένα μηχανιστικό και αφαιρετικό ορισμό της συνεργασίας.

Αναλογιστείτε:
Αν φανταστείτε τη σχέση σας με το γονιό σαν μια διελκυστίνδα, όπου είστε αντιμέτωποι, ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες για το παιδί;
και
Ποιος είναι αλήθεια αυτός που μπορεί να εκφράσει περισσότερο ικανοποιητικά τις ανάγκες του παιδιού;



Bιβλιογραφία
Dale, N. (2000). Τρόποι συνεργασίας με οικογένειες παιδιών με ειδικές ανάγκες. Αθήνα: ΄Ελλην.
Κέντρο Εκπαίδευσης για την Πρόληψη της Χρήσης των Ναρκωτικών και την Προαγωγή της Υγείας (1996). Επικοινωνία στην Οικογένεια. Ε.Π.Ι.Ψ.Υ./ ΟΚΑΝΑ, Αθήνα, 1-96.
Κωτσάκης, Δ., Μουρελή, Ε., Μπίμπου, Ι., & Μπουτουλούση, Ε. (2010). Αναστοχαστική πράξη: Ο αποκλεισμός από το σχολείο. Αθήνα: Νήσος (Τετράδια 21).
Molnar A, & Lindquist, B. (1998). Προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολείο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Σάιφερ, Σ. (1994). Πρακτικές λύσεις για κάθε πρόβλημα. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.



Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Να κοιμηθώ μαζί σου;

Από την Άννα Ιωαννίδου, MSc Σχολική & Εξελικτική Ψυχολόγο


Η πρακτική ύπνου του να μοιράζεται ένα βρέφος ή ένα μικρό παιδί το ίδιο κρεβάτι (bed-sharing) ή το ίδιο δωμάτιο (co-sleeping) με τη μητέρα του είναι καταρχήν μια πρακτική που φαίνεται να διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα και μια συνήθεια που αντιμετωπίζεται από ειδικούς και μη ειδικούς πολύ διαφορετικά.

Πριν από τη δεκαετία του ’80 στις χώρες του δυτικού κόσμου επικρατούσε η αντίληψη ότι το να κοιμάται το παιδί με τους γονείς του –ή συχνότερα, στο ίδιο κρεβάτι με τη μητέρα του- οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα. Οι γιατροί αποθάρρυναν τους γονείς να κοιμούνται με τα παιδιά τους, προκειμένου να μην τους δημιουργήσουν κακές συνήθειες, διαταραχές ύπνου, να μην τα κάνουν εξαρτημένα, καθώς και να μην βλάψουν το γάμο τους. Μάλιστα, αναζητούσαν τρόπους να εξαλείψουν την ανάγκη τροφής των βρεφών κατά τη διάρκεια της νύχτας, ώστε να αποφευχθεί η όποια πιθανότητα να κοιμηθούν μαζί παιδιά και γονείς.

Ωστόσο, οι διαπολιτισμικές και ανθρωπολογικές μελέτες δείχνουν ότι το να κοιμούνται μητέρα και βρέφος μαζί έχει ως συνέπεια τον καλύτερο συγχρονισμό στο ρυθμό του ύπνου και ξύπνιου και των δύο. Όταν μητέρα και βρέφος κοιμούνται μαζί, υπάρχει μεγαλύτερη ανταλλαγή αισθητηριακών ερεθισμάτων, όπως περισσότερη βλεμματική επαφή ή άγγιγμα. Δεδομένης της σχετικής ανωριμότητας του βρέφους, μέσα από αυτήν την άμεση και συνεχή ανταλλαγή ερεθισμών με τη μητέρα, συστήματα, όπως το καρδιαγγειακό, το αναπνευστικό, το κεντρικό νευρικό και η ομοιόσταση ρυθμίζονται και σταθεροποιείται η λειτουργία τους. Επιπλέον, τα βρέφη που κοιμούνται με τους γονείς τους έχουν λιγότερους ενύπνιους τρόμους, νυχτερινούς εφιάλτες και, γενικά, ο ύπνος τους είναι πιο ήσυχος και με λιγότερο κλάμα. Το μοίρασμα κρεβατιού επιτρέπει την άμεση αντίδραση στα επεισόδια πείνας και αυξάνει τη συχνότητα του θηλασμού. Δίνει στη μητέρα τη δυνατότητα να θηλάζει χωρίς να ξυπνάει εξ’ ολοκλήρου τη νύχτα, κάτι που ειδικά στις εργαζόμενες μητέρες φαίνεται να βοηθά στην παραγωγή γάλακτος, αλλά και τις δίνει την αίσθηση καλύτερης ποιότητας ύπνου. Οι ανθρωπολόγοι επισημαίνουν ότι το μοίρασμα κρεβατιού, όταν γίνεται με ασφάλεια και κατ’ επιλογή, αυξάνει το θηλασμό, αλλά και συμβάλει στη βελτίωση των σχέσεων μέσα στην οικογένεια. Ακόμη, μοιάζει το βρέφος να κοιμάται (ή να αξιολογείται πιο ευνοϊκά από τις μητέρες) για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Για κάποιους ανθρωπολόγους, μάλιστα, φαίνεται αυτή η πρακτική ύπνου να προστατεύει από το σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου (SIDS). Επίσης, η συνεχής και υπεύθυνη φροντίδα φαίνεται να προωθεί την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης και ασφάλειας στα μικρά παιδιά. Η πρακτική αυτή συμβάλλει στην ενδυνάμωση του δεσμού μητέρας-βρέφους, καθώς η μητέρα φαίνεται να γίνεται περισσότερο συναισθηματικά ευαίσθητη στις ανάγκες του βρέφους και το βρέφος πιο σίγουρο και με αυτοπεποίθηση, καθώς μεγαλώνει. Το να μοιράζεται μια μητέρα το κρεβάτι με το παιδί της θεωρείται από κάποιους ως μια συνεχής ψυχολογική ανατροφοδότηση και ότι ενδυναμώνει τη σχέση των δύο.




Στον αντίποδα, για πολλούς ειδικούς, καθώς το βρέφος μεγαλώνει, ωριμάζει σωματικά, αναπτύσσεται γνωστικά και γλωσσικά και αποκτά μια αυξανόμενη ικανότητα για αυτονομία και μια αίσθηση εαυτού ως ξεχωριστή οντότητα. Το να κοιμάται μόνο του φαίνεται να διευκολύνει την ανάπτυξη αυτών των σημαντικών ικανοτήτων. Αντίθετα, το μοίρασμα κρεβατιού δυσχεραίνει την ανάπτυξη της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας και παγιώνει μια υπερβολική και μη υγιή εξάρτηση από τη μητέρα. Η φυσιολογική διαδικασία της ανάπτυξης της σεξουαλικής ταυτότητας μπορεί να διαταραχθεί, καθώς το παιδί υπερδιεγείρεται από τη νυχτερινή επαφή με το σώμα των γονέων του. Το παιδί χρειάζεται να αφεθεί σταδιακά στη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας να κατανοήσει τη σεξουαλικότητά του, η οποία συμπορεύεται με τη σωματική και ψυχολογική του ωρίμανση. Επίσης, η ερωτική και σεξουαλική εγγύτητα των γονέων φαίνεται να δέχεται σημαντικό πλήγμα. Το βρέφος μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και σαν ένας ανταγωνιστής για το ενδιαφέρον, την τρυφερότητα και την προσοχή ανάμεσα στους δύο ερωτικούς συντρόφους. Τέλος, υποστηρίζεται ότι το μοίρασμα κρεβατιού μπορεί να είναι επικίνδυνο για τη φυσική ασφάλεια του παιδιού, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος καταπλακώματος, πνιγμού ή ασφυξίας, αλλά και για την υγεία του, στις περιπτώσεις που οι γονείς κάνουν χρήση ουσιών ή αλκοόλ και φαρμάκων.

Ωστόσο, είναι πολύ σημαντικό να επισημάνουμε ότι το πού κοιμούνται τα παιδιά δεν είναι μια επιφανειακή πρακτική φροντίδας, αλλά ένα πολυδιάστατο φαινόμενο που επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, όπως οι πολιτισμικές αξίες και παραδόσεις, οι αντιλήψεις αναφορικά με τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού (οι στόχοι ανατροφής), αλλά και ο τρόπος με τον οποίο «βλέπουν» οι γονείς τον ερχομό ενός παιδιού. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη την κουλτούρα μέσα στην οποία ζει μια οικογένεια. Οι γονείς δεν πρέπει να επικρίνονται για τις αποφάσεις τους. Είναι σημαντικό να γίνεται σεβαστή η όποια πρακτική που ακολουθούν. Επίσης, οι γονείς χρειάζεται να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους που μπορεί να υπάρχουν σε αυτήν την πρακτική και να εξασφαλίζουν τις απαραίτητες ασφαλείς συνθήκες. 
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη το πώς νιώθει ένας γονιός που κοιμάται με το παιδί του και το ποιοι λόγοι τον ωθούν να το κάνει. Συμπερασματικά, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί εκ των προτέρων ότι είναι καλό ή κακό το να μοιράζεται το κρεβάτι του ένας γονιός με το παιδί του, χωρίς πρωτίστως να κατανοηθεί σε βάθος το ειδικό και γενικότερο πλαίσιο εντός του οποίου μια οικογένεια έχει επιλέξει αυτήν την πρακτική.


Στο παρόν άρθρο αντλήθηκαν δεδομένα από την ερευνητική πιλοτική εργασία των Ιωαννίδου Άννας, Μάντη Όλγας και Κούτσικου Βασιλικής, στα πλαίσια της μεταπτυχιακής τους εκπαίδευσης στη Σχολική & Εξελικτική Ψυχολογία.


αγκαλιάζοντας τα προβλήματα | ο μαύρος σκύλος





Τα τελευταία χρόνια πολλά λέγονται και ακούγονται σχετικά με την κατάθλιψη. Προκειμένου να μπορέσουμε να έχουμε μια εικόνα για το τι εννοούμε με τον όρο αυτό, επιλέγουμε το παρακάτω βίντεο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), προσαρμοσμένο από το βιβλίο του  Matthew Johnstone, όπου μέσα από μια μεταφορά επιχειρείται να δοθεί μια περιγραφή/εκδοχή του συγκεκριμένου βιώματος ενός ανθρώπου.