από την Άννα Ιωαννίδου, MSc Σχολική και Εξελικτική Ψυχολόγο
Ένας γονιός και ένας/μια εκπαιδευτικός
συναντώνται για πρώτη φορά. Καθένας κουβαλά τις δικές του σκέψεις, ανησυχίες,
προτεραιότητες και ευθύνες. Κατά κάποιον τρόπο, όλα αυτά χρειάζεται να
ενωθούν σε μια σχέση που να είναι λειτουργική και για τις δύο πλευρές. Η σχέση
που αφορά έναν κοινό στόχο αναφέρεται ως συνεργασία. Γιατί όμως χρειαζόμαστε
μια τέτοια σχέση; Είναι όντως σημαντική η συνεργασία οικογένειας και
σχολείου;
Η θεωρία μας ορίζει το πώς θα
δουλέψουμε και αν και με ποιον τρόπο θα συνεργαστούμε με την οικογένεια. Στο
ερώτημα: «Γιατί να συνεργαστώ;» φαίνεται να δίνει απάντηση η ιδέα ότι: «Τα
προβλήματα/δυσκολίες συνδέονται με τις αντιλήψεις, στάσεις και συμπεριφορές που
υιοθετούμε ως άτομα, ως μέλη μιας οικογένειας, ως μέλη μιας επαγγελματικής
κοινότητας, ως μέλη μιας κοινωνίας μέσα σε ένα συγκεκριμένο χωρο-χρονικό
πλαίσιο.» Αυτό ουσιαστικά υπονοεί ότι η δυσκολία προκύπτει ως αποτέλεσμα
ενός πλαισίου σχέσεων.
Στο ερώτημα «Γιατί να συνεργαστώ;» οι
εκπαιδευτικοί χρειάζεται να έχουν υπόψη ότι η ποιότητα της αλληλεπίδρασης της
οικογένειας με το παιδί φαίνεται ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πορεία
και την προσαρμογή του παιδιού σε θέματα εκπαίδευσης και ανάπτυξης.
Πριν αποπειραθούμε να συνεργαστούμε είναι
βοηθητικό να αναστοχαστούμε αναφορικά με το ρόλο μας, τις προσδοκίες μας από
αυτή τη συνεργασία, τις δυσκολίες που πιθανά να συναντήσουμε.
Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να
σκεφτούν αναφορικά με τα επαγγελματικά τους καθήκοντα, τις υπευθυνότητες και οι
ευθύνες που απορρέουν από το ρόλο τους, το πλαίσιο των καθηκόντων τους, τους
στόχους και τους περιορισμούς τους, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουν»
παιδί. Άλλωστε, γονείς και εκπαιδευτικοί διαδραματίζουν και υιοθετούν
διαφορετικούς ρόλους.
Αν κάναμε μια συγκριτική παρουσίαση
αναφορικά με τα νοήματα που περιλαμβάνει ο γονικός ρόλος και ο ρόλος ενός εκπαιδευτικού,
θα διαπιστώναμε σημαντικές διαφορές. Ο ρόλος του γονέα περιλαμβάνει πλήρη και
ισόβια δέσμευση προς το παιδί, νομική ευθύνη και κηδεμονία του παιδιού έως την
ενηλικίωση, έντονη συναισθηματική ανάμειξη και έντονη προσήλωση στη ζωή του
συγκεκριμένου παιδιού, άμεση εμπειρία, στενή σχέση και γνώση σε ότι αφορά την
οικογένεια και συνολική θεώρηση των πολλαπλών ρόλων του παιδιού.
Από την άλλη πλευρά, ο ρόλος του εκπαιδευτικού,
υπονοεί προσωρινή δέσμευση και βραχυπρόθεσμη επαγγελματική ευθύνη, ανάγκη για
εξισορρόπηση του ενδιαφέροντος προς το συγκεκριμένο παιδί με μια ευρύτερη ομάδα
παιδιών, πιο αποστασιοποιημένη συναισθηματική ανάμειξη, αντιμετώπιση του
παιδιού ως κατέχοντος ενός μοναδικού ρόλου, καθώς και πιθανή ακαδημαϊκή
εκπαίδευση σε συγκεκριμένους τομείς, ψυχολογικές διεργασίες και χαρακτηριστικά
των οικογενειών.
Η οικοδόμηση μιας σχέσης χρειάζεται να
συμπεριλαμβάνει την οικειότητα, την εμπιστοσύνη, το σεβασμό, την κατανόηση,
αλλά και την αφιέρωση επαρκούς χρόνου. Η ποιότητα της σχέσης μεταξύ των ατόμων
διαδραματίζει αποφασιστικό ρόλο στην επιτυχία των διαπραγματεύσεων, στην
ικανότητα κατάληξης σε αποφάσεις και στο αποτέλεσμα της συνεργασίας. Παράμετροι
της σχέσης είναι η επικοινωνία και η ενεργητική ακρόαση. Η επικοινωνία αποτελεί
απόρροια μιας βασικής στάσης των ανθρώπων που συνίσταται στο να δεχτούμε τον
άλλο όπως είναι και η ενεργητική ακρόαση είναι ένας τρόπος να κατανοούμε το
συνομιλητή μας και να έχουμε μια ουσιαστική επικοινωνία. Ακρόαση σημαίνει ότι
ακούμε κάποιον με προσοχή και με συναισθηματική συμμετοχή, χωρίς να προβαίνουμε
σε ερμηνείες, αλλά προτείνουμε και δεν επιβάλλουμε τις ιδέες και τις απόψεις
μας, όταν αντέχουμε τη σιωπή και, κυρίως, όταν δίνουμε χρόνο. Η ανοιχτή στάση, η
βλεμματική επαφή, η έκφραση προσώπου, ο τόνος φωνής, η προσοχή, η παροχή ελάχιστης
ενθάρρυνσης, οι ανοιχτές ερωτήσεις, οι παραφράσεις, η περίληψη, η διατύπωση
προτάσεων, η παροχή πληροφοριών και επιλογών και η διευκόλυνση της συμμετοχής
περιγράφουν καλύτερα το νόημα του όρου.
Άξονας όλων των ενεργειών είναι
αναμφίβολα το παιδί. Σημαντικά ερωτήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε
την εξέλιξή του, τι πιθανότητες θεωρούμε ότι έχει για να αλλάξει, τι πιστεύουμε
ότι μπορεί να μάθει, τι θα το βοηθήσει περισσότερο και ποια πράγματα είναι
εκείνα που αντιλαμβανόμαστε ότι παρεμποδίζουν την ανάπτυξη και την πρόοδό του.
Χρειάζεται, λοιπόν, να ορίσουμε τις βασικές προτεραιότητες, αλλά και τις
απώτερες φιλοδοξίες μας για το παιδί και να διερευνήσουμε τη συμβολή μας σε όλα
αυτά.
Είναι σαφές ότι ένας γονιός θα
διατύπωνε διαφορετικές προσδοκίες για το παιδί του σε σχέση με τον εκπαιδευτικό
του παιδιού του. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να βρούμε τα σημεία
σύνδεσης-σύγκλισης, αλλά και εκείνους τους στόχους στους οποίους υπάρχει
απόκλιση.
Αναρωτηθείτε από κοινού ποια αλλαγή θα ήταν πιο
χρήσιμη για το παιδί και γιατί, ποια αλλαγή του παιδιού θα ήταν χρησιμότερη για
τον κάθε εμπλεκόμενο και γιατί, ποια είναι η πιο επείγουσα ανάγκη για το παιδί,
για την οικογένεια και για το σχολείο. Προσπαθήστε να προβλέψετε παράγοντες που
μπορούν να σας δημιουργήσουν προβλήματα.
Τι μπορείτε να κάνετε:
Εκτιμήστε
καταρχήν τη συναισθηματική κατάσταση του γονέα
Δείξτε
συμπάθεια και ενδιαφέρον
Προσκαλέστε
τους γονείς να παρουσιάσουν τις δικές τους ιδέες, προσδοκίες, ερωτήσεις
Το
μήνυμα σας πρέπει να είναι καθαρό, ευθύ-άμεσο, απλουστευμένο (μικρές προτάσεις,
λέξεις)
Δώστε
προτεραιότητα στις πληροφορίες
Αναλύστε
Επαναλάβετε
Ρωτήστε
για απορίες/ελέγξτε την κατανόηση του γονέα
Αποφύγετε
τεχνική ορολογία (γλώσσα)
Προτείνετε
στους γονείς να παρατηρήσουν το παιδί
Αναθέστε τους
μια αρμοδιότητα
Ανταλλάξτε
πληροφορίες
Υπογραμμίστε
ότι δεν υπάρχουν απόλυτες ή μοναδικές λύσεις
Μην υιοθετείτε
στάση αυθεντίας
Σημειώστε ότι:
Δεν είναι πάντα οι γονείς πρόθυμοι να εκφράσουν
ανοιχτά τις ανάγκες και τις ανησυχίες τους. Η εμπιστοσύνη σχετίζεται κυρίως με
το πώς μας βλέπουν ως επαγγελματίες. Πολλές φορές οι γονείς δεν ξέρουν τι
μπορούν να ζητήσουν και πώς να το ζητήσουν.
Μην αποφεύγετε τη διαδικασία συνεργασίας ακόμα και
αν νιώθετε ότι δεν μπορείτε να προσφέρετε πράγματα. Ζητήστε χρόνο για να
ενημερωθείτε. Να είστε ειλικρινείς γι’ αυτό που μπορείτε και δεν μπορείτε να
επιτύχετε. Μην δημιουργείτε προσδοκίες στις οποίες μπορεί να μην καταφέρετε να
ανταποκριθείτε, αλλά επιλέγετε ρεαλιστικούς και βραχυπρόθεσμους στόχους.
Σημαντική είναι η οριοθέτηση των καθηκόντων της κάθε πλευράς. Επιπλέον, σημειώστε
ότι οι στόχοι που θέτετε ορίζονται συχνά διαφορετικά. Για παράδειγμα, πώς ο
καθένας αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τη λέξη «ανεξάρτητος»; Για το λόγο αυτό,
προσπαθήστε να είστε σαφείς με τους στόχους σας και να έχουν κοινά αποδεκτό
νόημα. Τέλος, θυμηθείτε ότι οι στόχοι είναι ανοιχτοί σε επαναδιαπραγμάτευση.
Θυμηθείτε να:
Ενημερώνετε
συχνά τους γονείς για τα σπουδαία πράγματα που λένε και κάνουν τα παιδιά τους.
Μπορείτε να
γράψετε αυτά τα σχόλια
Στέλνετε συχνά
σημειώματα για να τους λέτε οτιδήποτε εξαιρετικό/διαφορετικό κάνατε με τα
παιδιά τους
Πριν καλέσετε
τους γονείς σε συνάντηση προκειμένου να συζητήσετε κάποιο ειδικό ζήτημα, που
χρειάζεται να αντιμετωπιστεί, φροντίστε να τους έχετε ενήμερους.
Είναι
σημαντικό να μην βάζουμε τους γονείς μπροστά σε μεγάλες (και δυσάρεστες)
εκπλήξεις.
Ακόμα:
Προγραμματίστε
τακτικές συναντήσεις με τους γονείς
Φροντίστε να τους δοθεί η ευκαιρία να εκφράσουν τη γνώμη τους, τις
ανησυχίες τους και να κάνουν ερωτήσεις.
Εμφυσήστε την
αίσθηση του συμμάχου.
Δεν έχει
σημασία που οι γνώσεις των γονιών είναι συνήθως χωρίς δομή ή μοιάζουν
συγκεχυμένες. Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι είναι διαθέσιμες.
Δώστε προσοχή στις συνθήκες συνάντησης:
Φροντίστε
να συναντιέστε με τους γονείς σε ξεχωριστό χρόνο, όταν δεν έχετε να κάνετε κάτι
άλλο
Ορίστε
τη διάρκεια της συνάντησης
Ξεκαθαρίστε
τους στόχους της συνάντησης
Ορίστε
τον τρόπο που θα προχωρήσει η συζήτηση
Υιοθετήστε
έναν τρόπο να κάθεστε με τους γονείς που δεν σας διαφοροποιεί και δεν σας
φέρνει αντιμέτωπους. Για παράδειγμα, καθίστε δίπλα τους, χωρίς να παρεμβάλλεται
μεταξύ σας κάποιο φυσικό εμπόδιο.
Επίσης, φροντίστε να δώσετε κάποιο χρόνο ώστε
να παρουσιάσετε στους γονείς τα προσόντα σας, τις δεξιότητες, τη φιλοσοφία και
τους στόχους σας. Μην ξεχνάτε να ενημερώνετε για τις προσδοκίες, αλλά και τις
απαιτήσεις σας. Η αυτοπαρουσίαση σας δίνει τη δυνατότητα να αποσαφηνίσετε το
ρόλο σας, τα αποθέματα και τις δυνατότητές σας και βοηθά τους γονείς να ορίσουν
τις προσδοκίες τους μέσα σε ένα πιο ρεαλιστικό πλαίσιο.
Ο ρόλος
της διαφωνίας
Γονείς και εκπαιδευτικοί έχουν ανάγκη
τη συνεισφορά του ενός προς τον άλλο. Ωστόσο και οι δύο πλευρές έρχονται
αντιμέτωπες με τις ατομικές και συχνά διαφορετικές θεωρήσεις (ή απόψεις σε
σχέση με την ερμηνεία των συνθηκών), επειδή κατέχουν κοινωνικούς ρόλους που
έχουν διαφορετικές λειτουργίες, ευθύνες, θέσεις εξουσίας και πιθανόν συμφέροντα
και λειτουργούν μέσα σε διαφορετικές κοινωνικο-οργανωτικές δομές.
Η απροθυμία των επαγγελματιών να
συνεργαστούν/ακούσουν μπορεί να οφείλεται στο ότι δεν θέλουν να επιτρέψουν
στους γονείς να εισχωρήσουν σε περιοχές της δικής τους ειδικότητας ή επειδή
πιστεύουν ότι έχουν λίγα να προσφέρουν.
Ωστόσο,
η διαφωνία αποτελεί ιδιαίτερα σπουδαίο παράγοντα στη σχέση, καθώς αναδεικνύει
την ανάγκη αλλαγής. Συνέπειες της
διαφωνίας μπορεί να είναι ο ανταγωνισμός, ο εξαναγκασμός, ο συμβιβασμός, η
υπεκφυγή, η απόσυρση, αλλά και η συνεργασία.
Τρόποι να αντιμετωπίσετε τη διαφωνία:
Αύξηση
οικειότητας
Χρήση
ανώτερων στόχων
Αναδιαμόρφωση
Υποχώρηση
Συμβιβασμός
Καμία
αλλαγή
Η στρατηγική της υποχώρησης, όταν
δηλαδή αποδεχόμαστε την άποψη των γονιών, τουλάχιστον για μια χρονική περίοδο,
έχει πλεονεκτήματα, όπως ότι τους αναγνωρίζουμε ως πρόσωπα και τους παραχωρούμε
τον έλεγχο, ενώ ενισχύεται η αίσθηση του σεβασμού. Αν αποφασίσετε να δεχτείτε
την ιδέα της οικογένειας, εξηγείστε ότι θα πειραματιστείτε και διατυπώστε τις
αμφιβολίες σας για τα αποτελέσματα. Συναντηθείτε για επανεκτίμηση.
Συχνά, ερχόμαστε αντιμέτωποι με γονείς που
βιώνουν αρνητικά συναισθήματα. Να είστε προετοιμασμένοι να ακούσετε το θυμό και
την απογοήτευση του γονέα. Σκεφτείτε ότι η διευκόλυνση της έκφρασης παραπόνων
τους επιτρέπει να ανακουφιστούν από τα συναισθήματά τους, αλλά και να τα
γνωστοποιήσουν. Αυτό συνήθως τους βοηθά να αισθάνονται λιγότερο απελπισμένοι
και έτσι επιβεβαιώνεται ότι τα αισθήματά τους είναι λογικές αντιδράσεις σε μια
δυσάρεστη κατάσταση. Τις περισσότερες φορές, ο θυμός και τα αρνητικά
συναισθήματα δεν αφορούν εσάς προσωπικά. Τα έντονα συναισθήματα του γονιού
μπορεί να απορρέουν από το γεγονός ότι συνήθως παρέχεται ελάχιστη ή καθόλου
αναγνώριση στο κύρος και χρησιμότητα των γνώσεων και εμπειριών του. Θυμηθείτε ότι:
Οι απεριόριστες ώρες που παρέχονται δωρεάν από το γονέα βρίσκονται σε αντίθεση
με το ρόλο ενός αμειβόμενου επαγγελματία.
Βασική προϋπόθεση ως προς το πόσο θα
συνεργαστούμε με ένα γονέα εξαρτάται από το πόσο επιθυμούμε αυτήν τη
συνεργασία. Σημαντικό είναι να λαμβάνουμε υπόψη τη δική μας επιθυμία και να μην
πιέζουμε τον εαυτό μας σε ένα συγκεκριμένο είδος σχέσης με το γονιό.
Κάθε σχέση είναι μοναδική. Κάθε
οικογένεια και γονιός έχει τη δική του ιδιοσυγκρασία, όπως και κάθε
επαγγελματίας έχει μοναδικά χαρακτηριστικά και τρόπους που δουλεύει και
σχετίζεται με τους άλλους. Σημασία έχει
να μην χαθεί η ατομικότητα και η δημιουργικότητα των σχέσεων σε ένα μηχανιστικό
και αφαιρετικό ορισμό της συνεργασίας.
Αναλογιστείτε:
Αν φανταστείτε τη σχέση σας με το γονιό σαν μια διελκυστίνδα, όπου είστε
αντιμέτωποι, ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες για το παιδί;
και
Ποιος
είναι αλήθεια αυτός που μπορεί να εκφράσει περισσότερο ικανοποιητικά τις
ανάγκες του παιδιού;
Bιβλιογραφία
Dale, N. (2000). Τρόποι
συνεργασίας με οικογένειες παιδιών με ειδικές ανάγκες. Αθήνα: ΄Ελλην.
Κέντρο
Εκπαίδευσης για την Πρόληψη της Χρήσης των Ναρκωτικών και την Προαγωγή της
Υγείας (1996). Επικοινωνία στην Οικογένεια. Ε.Π.Ι.Ψ.Υ./ ΟΚΑΝΑ, Αθήνα,
1-96.
Κωτσάκης, Δ., Μουρελή,
Ε., Μπίμπου, Ι., & Μπουτουλούση, Ε. (2010). Αναστοχαστική πράξη: Ο
αποκλεισμός από το σχολείο. Αθήνα: Νήσος (Τετράδια 21).
Molnar A,
& Lindquist, B. (1998). Προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολείο.
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Σάιφερ, Σ.
(1994). Πρακτικές λύσεις για κάθε πρόβλημα. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.