Από την Άννα Ιωαννίδου, MSc
Σχολική-Εξελικτική Ψυχολόγο
Σημαντικά γεγονότα ζωής, όπως δυσκολίες στις
σχέσεις μας με τους οικείους μας, μια σοβαρή ασθένεια, ο θάνατος ενός
αγαπημένου προσώπου, το διαζύγιο, οικογενειακές διαμάχες, ανεργία και άλλα
μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για να αποφασίσουμε να δούμε έναν ψυχολόγο. Ωστόσο,
η απόφαση αυτή συνδέεται κυρίως με τις περιπτώσεις εκείνες που αισθανόμαστε ότι
τα γεγονότα αυτά μας έχουν καταβάλει, νιώθουμε αδύναμοι, με κακή διάθεση,
κουρασμένοι, εξαντλημένοι, με έντονη ανησυχία ή/και φόβους, προβλήματα στον
ύπνο, σωματικές ενοχλήσεις, πονοκεφάλους και ιδέες ή/και σκέψεις που είναι
έντονες και ενοχλητικές. Με λίγα λόγια, η απόφαση να πάμε σε έναν ψυχολόγο
σχετίζεται κυρίως με ότι μπορεί να αισθανόμαστε ότι η καθημερινότητά μας έχει
επηρεαστεί σημαντικά και η λειτουργικότητά μας έχει περιοριστεί. Αξίζει να
σημειωθεί ότι οι δυσκολίες που προαναφέρθηκαν μπορεί να ξεπεραστούν και χωρίς
εξωτερική βοήθεια, ωστόσο, η ειδοποιός διαφορά είναι ο βαθμός που μπορεί να
νιώθουμε ότι η ζωή μας έχει επηρεαστεί από τα παραπάνω.
Αξίζει να επισημανθεί ότι οι λόγοι που μας ωθούν
στο γραφείο ενός ψυχολόγου δεν σχετίζονται πάντα με σοβαρές ψυχικές διαταραχές.
Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, κάποιον που αποφασίζει να επισκεφτεί έναν ειδικό
με στόχο να γίνει περισσότερο αποτελεσματικός σε συγκεκριμένους τομείς της ζωής
του, ή να αποκτήσει μια περισσότερο θετική ιδέα για τον εαυτό του και τα
επιτεύγματά του ή απλά αναζητά ένα διαφορετικό τρόπο ζωής.
Θέλω να επισκεφτώ έναν ψυχολόγο,
αλλά…
Οι επιφυλάξεις σχετικά με την επίσκεψη σε έναν
ψυχολόγο μπορούν να έχουν πολλές πηγές. Αναμφίβολα, πολλοί από εμάς μπορεί να
δυσκολεύονται να ομολογήσουν σε φίλους ή συγγενείς την απόφασή τους αυτή, καθώς
φοβούνται ότι θα αντιμετωπίσουν κυρίως αρνητικές αντιδράσεις. Έχουμε μεγαλώσει
σε μια παράδοση λόγου που θέλει να είμαστε δυνατοί και να μπορούμε να
αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις της ζωής μόνοι. Η αναζήτηση βοήθειας μπορεί να
εκληφθεί από τους άλλους ως ένδειξη αδυναμίας ή ακόμα χειρότερα ως σημάδι
σοβαρής ψυχικής ασθένειας, που μπορεί ακόμα και να μας στιγματίσει.
Συμβαίνει συχνά οι άνθρωποι που αποφασίζουν να
επισκεφτούν κάποιον ψυχολόγο να θεωρούν ότι η απόφασή τους αυτή συνδέεται με το
είναι αδύναμοι να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και ότι έχουν αποτύχει στη ζωή
τους. Η ιδέα αυτή συνδέεται ασφαλώς με τις επιταγές της εποχής μας που απαιτεί
από εμάς να μην είμαστε τίποτα λιγότερο του τέλειου. Η αλήθεια είναι ότι το να
πάρει κάποιος μια απόφαση να συζητήσει για τα θέματα που τον απασχολούν
χρειάζεται πολύ περισσότερο κουράγιο, τόλμη, αποφασιστικότητα και δύναμη.
Πέρα από τα στερεότυπα
Είναι πολύ ανθρώπινο να μην έχουμε όλοι μια σαφή
εικόνα για το πώς μπορεί να είναι η συνάντηση με έναν ψυχολόγο, δεδομένου ότι
μπορεί να προερχόμαστε από πολύ διαφορετικούς χώρους και δεν έχουμε παρόμοια
εμπειρία ή εκπαίδευση. Συχνά, οι άνθρωποι για να αντιμετωπίσουμε άγνωστες
εμπειρίες προσπαθούμε να φανταστούμε πώς θα είναι ή ζητάμε πληροφορίες από
φίλους και οικείους. Ωστόσο, συχνά φαίνεται να υπερισχύει μια διαστρεβλωμένη
εικόνα σχετικά με το τι είναι η θεραπεία. Αυτή η εικόνα μπορεί να συνδέεται με
στερεότυπα για το επάγγελμα και τους επαγγελματίες του είδους. Για παράδειγμα,
οι άνθρωποι μοιάζει να πιστεύουν ότι ο ψυχολόγος είναι για άτομα με σοβαρά ψυχικά
προβλήματα και συχνά θεωρούν ότι και ο ίδιος μπορεί να αντιμετωπίζει ψυχολογικές
δυσκολίες. Τέτοιες προκαταλήψεις είναι πιθανό να μας γεμίσουν με φόβο, ενοχή
και δυσπιστία και να αποδυναμώσουν την επιθυμία να επισκεφτούμε έναν ειδικό.
Το να
λάβουμε πληροφορίες από τον περίγυρό μας μπορεί να είναι ένας τρόπος για να
ενημερωθούμε, ωστόσο, περισσότερο σημαντικό είναι να ζητήσουμε πληροφορίες από
τον ίδιο τον ειδικό σχετικά με το τι είναι θεραπεία, εξηγώντας του την όποια
ανησυχία μας. Είναι μέλημα του ψυχολόγου να μας εξοικειώσει με τη διαδικασία,
να απαντήσει στις απορίες μας, αλλά και να μας κρατά ενήμερους καθ’ όλη τη
διάρκεια της θεραπείας μας. Μπορούμε να ζητήσουμε πληροφόρηση σχετικά με την
εκπαίδευση του ψυχολόγου, το είδος θεραπείας, τη διαδικασία, τα πρακτικά
ζητήματα και οτιδήποτε άλλο δεν κατανοούμε. Είναι σημαντικό να είμαστε καλά
πληροφορημένοι, καθώς αυτό θα συμβάλει στο να εξοικειωθούμε με τη διαδικασία
και να συμμετέχουμε ενεργά σε αυτή.
Ως ένα σημείο είναι φυσιολογικό να
βιώνουμε φόβο ή ανησυχία σχετικά με το είδος της σχέσης στην οποία θα
εμπλακούμε με έναν ειδικό. Το να εμπιστευτούμε σε ένα άγνωστο άτομο την ιστορία
της ζωής μας, τις δυσκολίες, τα άγχη και τις αδυναμίες μας δεν είναι καθόλου
απλή υπόθεση. Αυτό είναι κάτι που ένας ψυχολόγος γνωρίζει πολύ καλά. Η
δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης είναι εξαιρετικής σημασίας και ο ψυχολόγος
είναι εκεί για να συζητάμε ακόμα και τις διαφωνίες και τις ενστάσεις μας. Χρειάζεται
να αισθανόμαστε σημαντικοί, ότι μας ακούει και ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα όσα
λέμε.
Συνοπτικά, είναι πιθανό όλοι μας να βιώσουμε κάποια
στιγμή στη ζωή μας μια κατάσταση που μπορεί να μας ωθήσει να επισκεφτούμε έναν
ψυχολόγο. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, είναι προσωπική, αλλά, αναμφίβολα, δεν είναι
απλή. Συχνά, μπορεί να έχουμε δεύτερες σκέψεις και επιφυλάξεις, γεγονός απόλυτα
κατανοητό. Μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να έχει τις αμφιβολίες του,
αλλά καλό θα ήταν να λάβουμε περισσότερη πληροφόρηση σχετικά με τη δουλειά ενός
ψυχολόγου πριν καταλήξουμε σε βεβιασμένα συμπεράσματα.