Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Το παιδί μου δεν τρώει!

από την Όλγα Μάντη, MSc σχολική & εξελικτική ψυχολόγο


Οι δυσκολίες στη λήψη τροφής κατά τη βρεφική και πρώτη παιδική ηλικία ανησυχούν αρκετές μητέρες.
Συχνά παρουσιάζονται  μετά από τον αποθηλασμό, μια αλλαγή στο διαιτολόγιο, την προσθήκη νέων τροφών, μια ίωση. Εμφανίζονται ως μια παθητική ή ενεργητική άρνηση του βρέφους ή του μικρού παιδιού να δεχτεί την τροφή που του προσφέρει η μητέρα του.

            Πιο συχνή είναι η ενεργητική άρνηση του παιδιού, που φέρνει  καταστάσεις εκνευρισμού και έντονες συγκρούσεις ανάμεσα στη μητέρα, η οποία δοκιμάζει τα πάντα για να κάνει το παιδί να φάει, και στο παιδί που αρνείται πεισματικά. Η αντιδραστική αυτή συμπεριφορά του παιδιού προκαλεί ιδιαίτερα έντονο άγχος στη μητέρα, ανησυχία για τη σωματική του ανάπτυξη και απογοήτευση γιατί το παιδί αρνείται την τροφή που του προσφέρει.





 Αυτή η συμπεριφορά συνήθως εκφράζει μια αντίδραση προς τη μητέρα κυρίως, (που μπορεί να έχει σχέση με το αναπτυξιακό στάδιο που βρίσκεται το παιδί ή μπορεί να σχετίζεται με δυσκολίες στη σχέση μεταξύ των δύο) και όχι τόσο πραγματική έλλειψη όρεξης για φαγητό. Ωστόσο, πριν αποφανθεί κανείς για αυτό, χρειάζεται να αποκλειστούν ιατρικοί λόγοι στους οποίους μπορεί να οφείλεται, όπως η δυσανεξία σε συγκεκριμένες τροφές ή κάποια ιατρική νόσος. Σε κάποιες περιπτώσεις, η ανορεξία μπορεί να αποτελεί επίσης, σύμπτωμα μιας πιο  γενικευμένης ψυχικής δυσκολίας.
Στην απλή μορφή της η δυσκολία υποχωρεί όταν κατευναστεί το άγχος της μητέρας, σταματήσει η πίεση και αλλάξει η στάση προς τη διατροφή γενικά.
Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι έχει βρεθεί ότι οι συγκρούσεις γύρω από το θέμα της διατροφής και  οι μάχες την ώρα του φαγητού κατά την παιδική ηλικία συνδέονται με τη διάγνωση της ανορεξίας στην εφηβεία και στην αρχή της ενήλικης ζωής.

            Γι’ αυτό το λόγο είναι σημαντικό όταν η δυσκολία παραμένει και η ώρα του φαγητού γίνεται ολοένα και πιο δραματική, οι γονείς να απευθύνονται σε κάποιον ειδικό που θα μπορέσει να βοηθήσει, όπως ένας παιδίατρος ενημερωμένος για θέματα διατροφής και ένας ψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος.


Πηγές:
Λαζαράτου Ε. Από την βρεφική ηλικία στην ενήλικη ζωή: Η αναπτυξιακή πορεία της ψυχογενούς ανορεξίας, Εγκέφαλος.
Σουμάκη Ε. Διαταραχές διατροφής. (http://www.youthhealth.gr/gr/documents/sem_diatrofikesdiataraxes2.pps).

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Τα «τρομερά δίχρονα»: ζητήματα εξάρτησης και αυτονομίας.


από την Όλγα Μάντη, MSc εξελικτική & σχολική ψυχολόγο


«Περνάμε τους δώδεκα πρώτους μήνες της ζωής των παιδιών μας μαθαίνοντάς τους να περπατάνε και να μιλάνε, και τους επόμενους δώδεκα λέγοντάς τους να κάτσουν κάτω και να βγάλουν το σκασμό!»
Phyllis Diller


     Η ηλικία  από ενός έως τριών ετών, είναι μια περίοδος εξαιρετικά μεγάλων αλλαγών για το παιδί αλλά και τους γονείς του.  Το παιδί από μικρό μωράκι που ήταν, αρχίζει να αποκτά νέες ικανότητες: περπατάει και αρχίζει να μιλάει. Τα νήπια γύρω στα δύο έτη, που ονομάζονται και «τρομερά δίχρονα» ("terrible twos"), συχνά δυσκολεύουν ιδιαίτερα τους γονείς, εξαιτίας της ολοένα αυξανόμενης διεκδίκησης της αυτονομίας τους αλλά και του έντονου αρνητισμού που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά τους. Σε αυτή την ηλικία αρχίζουν να λένε «όχι», δοκιμάζοντας τις δυνατότητες τους αλλά και τα όριά του περιβάλλοντος τους. 

     Σε αυτή την φάση, το βασικό ζήτημα κάθε παιδιού είναι ο αποχωρισμός και η εξατομίκευση του. Τα παιδιά αρχίζουν να κάνουν τις πρώτες προσπάθειες ανεξαρτητοποίησης από τους γονείς τους. Σε αυτό συμβάλλουν και οι νεοαποκτηθείσες ικανότητες, όπως το περπάτημα.  Το παιδί επιδιώκει τον αποχωρισμό και την αυτονομία, αλλά παράλληλα αισθάνεται ακόμα εξαρτημένο από τη μητέρα του. Έχει δύο τάσεις: να προσκολληθεί στη μητέρα του, και να εξερευνήσει το περιβάλλον. Πρέπει λοιπόν να βρεθεί ένα είδος ισορροπίας ανάμεσα στα δύο. 

    Ο ρόλος των γονέων είναι εξαιρετικά σημαντικός στην προσπάθεια αυτή, καθώς οι γονείς καλούνται να αποτελέσουν για το παιδί σταθερό σημείο αναφοράς, από το οποίο να μπορεί να απομακρύνεται ώστε να εξερευνά το περιβάλλον του, και  στο οποίο να μπορεί να επιστρέφει για επιβεβαίωση και ενίσχυση σε στιγμές έντασης και κούρασης. Έτσι οι γονείς πρέπει να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στην τάση τους να προστατεύσουν το παιδί  και να το ενθαρρύνουν να είναι αυτόνομο. Καλούνται, δηλαδή, να βοηθήσουν το παιδί να νιώθει ασφαλές, όντας σωματικά και συναισθηματικά διαθέσιμοι και παράλληλα επιτρέποντας του να εξερευνά το περιβάλλον του άφοβα.

    Στη μεταβατική αυτή αναπτυξιακά φάση πραγματοποιούνται πολύ σημαντικές αλλαγές στη σχέση του παιδιού με το γονιό του. Μέσα από τη σχέση αυτή, το παιδί καλείται να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις όποιες δυσκολίες του και να εξελιχθεί σε ένα ξεχωριστό άτομο με δική του προσωπική υπόσταση, να αναπτύξει έναν αληθινό εαυτό. Για να μπορέσει να το επιτύχει αυτό,  χρειάζεται τη στήριξη των γονιών του ώστε να αισθάνεται ασφαλές, να έχει αυτοεκτίμηση και τελικά να μπορεί να αντλεί ικανοποίηση από τον εαυτό του.
    Η διαδικασία της αυτονόμησης, όμως, αφορά ταυτόχρονα το παιδί και τους γονείς. Οι γονείς μπορεί να έρχονται αντιμέτωποι με τη δική τους εξάρτηση από το νήπιο. Σε αυτή την περίοδο καλούνται να επιτρέψουν στον εαυτό τους να αφήσουν από κοντά τους  το παιδί τους, και μπορεί να είναι δύσκολο για έναν γονιό να αποδεχθεί ότι δεν είναι πια απαραίτητος συνεχώς στο παιδί του, αλλά ταυτόχρονα να παραμένει συναισθηματικά διαθέσιμος για  αυτό όταν τον χρειάζεται.